περικαλυφή
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
ἡ, wrapping, covering, Pl.Lg.942d.
German (Pape)
[Seite 578] ἡ, Umhüllung, σκεπασμάτων, Plat. Legg. XII, 942 d.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικαλυφή -ῆς, ἡ [περικαλύπτω] bedekking, kleding.
Russian (Dvoretsky)
περικᾰλῠφή: ἡ покров или оболочка Plat.
Greek (Liddell-Scott)
περικᾰλῠφή: ἡ, τὸ περικαλύπτεσθαι, τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ Πλάτ. Νόμ. 942D.
Greek Monolingual
ἡ, Α περικαλύπτω
κάλυψη από παντού, περικάλυψη.