διοχυρόω
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
strengthened for ὀχυρόω, Plb.5.46.3 (Pass.).
Spanish (DGE)
fortificar en v. pas., Plb.5.46.3.
Greek (Liddell-Scott)
διοχῠρόω: ἐπιτεταμ. ὀχυρόω, Πολύβ. 5. 46, 3.
Russian (Dvoretsky)
διοχῠρόω: сильно укреплять (διωχυρωμένος τάφροις καὶ χάραξι Polyb.).
German (Pape)
verstärktes ὀχυρόω, Pol. 5.46.3.