κρεκάδια

From LSJ
Revision as of 12:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεκάδια Medium diacritics: κρεκάδια Low diacritics: κρεκάδια Capitals: ΚΡΕΚΑΔΙΑ
Transliteration A: krekádia Transliteration B: krekadia Transliteration C: krekadia Beta Code: kreka/dia

English (LSJ)

ων, τά, a kind of tapestry, Ar.V.1215.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.

German (Pape)

τά, festgeschlagenes Gewebe, dichte, feste Decken; αὐλῆς, Ar. Vesp. 1215, Tapeten. – Es ist kein dim.

Russian (Dvoretsky)

κρεκάδια: (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).

Greek Monolingual

κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].

Greek Monotonic

κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.

Middle Liddell

κρεκάδια, ων, τά, κρέκω
a kind of tapestry, Ar.