κερδάριον
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
τό, Dim. of κέρδος, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1423] τό, dim. von κέρδος, kleiner Gewinn.
Greek (Liddell-Scott)
κερδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέρδος, μικρὸν κέρδος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κερδάριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. -άριον].