παραχρηστηριάζω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
give a false oracle, Str.9.2.4.
German (Pape)
[Seite 508] mit dem Orakel einen Betrug spielen, Strab. 9, 2, 4.
French (Bailly abrégé)
rendre un oracle menteur.
Étymologie: παρά, χρηστηριάζω.
Greek (Liddell-Scott)
παραχρηστηριάζω: δίδω ψευδῆ χρησμόν, Στράβ. 402.
Greek Monolingual
Α δίνω ψευδείς χρησμούς, απατώ κάποιον δίνοντας σ' αυτόν ψευδή χρησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρηστηριάζω «δίνω χρησμό»].
Greek Monotonic
παραχρηστηριάζω: μέλ. -σω, δίνω λανθασμένο χρησμό, σε Στράβ.