παραχρηστηριάζω

From LSJ
Revision as of 11:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχρηστηριάζω Medium diacritics: παραχρηστηριάζω Low diacritics: παραχρηστηριάζω Capitals: ΠΑΡΑΧΡΗΣΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: parachrēstēriázō Transliteration B: parachrēstēriazō Transliteration C: parachristiriazo Beta Code: paraxrhsthria/zw

English (LSJ)

give a false oracle, Str.9.2.4.

German (Pape)

[Seite 508] mit dem Orakel einen Betrug spielen, Strab. 9, 2, 4.

French (Bailly abrégé)

rendre un oracle menteur.
Étymologie: παρά, χρηστηριάζω.

Greek (Liddell-Scott)

παραχρηστηριάζω: δίδω ψευδῆ χρησμόν, Στράβ. 402.

Greek Monolingual

Α δίνω ψευδείς χρησμούς, απατώ κάποιον δίνοντας σ' αυτόν ψευδή χρησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρηστηριάζω «δίνω χρησμό»].

Greek Monotonic

παραχρηστηριάζω: μέλ. -σω, δίνω λανθασμένο χρησμό, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. σω
to give a false oracle, Strab.