μεσήπειρος
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
English (LSJ)
ον, inland, D.P.211, 1068.
German (Pape)
[Seite 137] mittelländisch, D. Per. 1068.
Greek (Liddell-Scott)
μεσήπειρος: -ον, μεσόγειος, Διον. Π. 211. 1068.
Greek Monolingual
μεσήπειρος, -ον (Α)
ο μεσόγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ἤπειρος (πρβλ. λευκήπειρος)].