Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4Click links below for lookup in third sources:
English (LSJ)
τό, Dim. of λύγξ (A), Callix.2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit lynx, animal.
Étymologie: λύγξ¹.
Greek (Liddell-Scott)
λυγκίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύγξ, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C.
Greek Monolingual
λυγκίον, τὸ (Α) [[[λυγξ]] (I)]
μικρός σε ηλικία ή σε μέγεθος λύγκας.
German (Pape)
τό, dim. von λύγξ, kleiner Luchs, Callix. bei Ath. V.201c.