πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Full diacritics: ὀζαίνομαι | Medium diacritics: ὀζαίνομαι | Low diacritics: οζαίνομαι | Capitals: ΟΖΑΙΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: ozaínomai | Transliteration B: ozainomai | Transliteration C: ozainomai | Beta Code: o)zai/nomai |
= ὄζω, c. gen., σίτου Sophr.123.
ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, -όομαι (Α)
όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζω («ὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.