λεῖψις
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
εως, ἡ, A omission, τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.78.9. 2 failure, lack, ἀγαθῶν Cat.Cod.Astr.8(1).182. II Math., negative term in an algebraic expression, opp. ὕπαρξις, λ. ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθεῖσα ποιεῖ ὕπαρξιν a minus multiplied by a minus gives a plus, Dioph.1 Def.9: dat. λείψει c. gen., minus, Id.2.21.
German (Pape)
[Seite 27] ἡ, das Zurücklassen, Verlassen, E. M.
Greek Monolingual
λεῖψις, -εως, ἡ (ΑM)
έλλειψη, στέρηση
αρχ.
1. παράλειψη
2. έκλειψη
3. όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε αντιδιαστολή με το ὕπαρξις («λεῖψις ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῖ ὕπαρξιν», Διοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. λειπ- του λείπω + κατάλ. -σις].