τρωκτικός

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωκτικός Medium diacritics: τρωκτικός Low diacritics: τρωκτικός Capitals: ΤΡΩΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trōktikós Transliteration B: trōktikos Transliteration C: troktikos Beta Code: trwktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, greedy, Ph.2.269, Tz.ad Lyc.213: pecul. fem. τρωκ-τίς, ίδος, Id. ad Hes.Op.702.

Greek (Liddell-Scott)

τρωκτικός: -ή, -όν, ἀδηφάγος, λαίμαργος, ἄπληστος, Φίλων 2. 269, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 213· ὡσαύτως τὸ ἀνώμαλον θηλ. τρωκτίς, ίδος, ὁ αὐτ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρωκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρώκτης
αυτός που κόβει κάτι με τα δόντια του, που το ροκανίζει
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρωκτικό
μτφ. τρώκτης, καταχραστής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. βλ. τρωκτικά
μσν.-αρχ.
αυτός που τρώει κάτι με λαιμαργία, αδηφάγος.