τρωκτικός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωκτικός Medium diacritics: τρωκτικός Low diacritics: τρωκτικός Capitals: ΤΡΩΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trōktikós Transliteration B: trōktikos Transliteration C: troktikos Beta Code: trwktiko/s

English (LSJ)

τρωκτική, τρωκτικόν, greedy, Ph.2.269, Tz.ad Lyc.213: pecul. fem. τρωκτίς, ίδος, Id. ad Hes.Op.702.

Greek (Liddell-Scott)

τρωκτικός: -ή, -όν, ἀδηφάγος, λαίμαργος, ἄπληστος, Φίλων 2. 269, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 213· ὡσαύτως τὸ ἀνώμαλον θηλ. τρωκτίς, ίδος, ὁ αὐτ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρωκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρώκτης
αυτός που κόβει κάτι με τα δόντια του, που το ροκανίζει
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρωκτικό
μτφ. τρώκτης, καταχραστής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. βλ. τρωκτικά
μσν.-αρχ.
αυτός που τρώει κάτι με λαιμαργία, αδηφάγος.