τρωκτικός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
τρωκτική, τρωκτικόν, greedy, Ph.2.269, Tz.ad Lyc.213: pecul. fem. τρωκτίς, ίδος, Id. ad Hes.Op.702.
Greek (Liddell-Scott)
τρωκτικός: -ή, -όν, ἀδηφάγος, λαίμαργος, ἄπληστος, Φίλων 2. 269, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 213· ὡσαύτως τὸ ἀνώμαλον θηλ. τρωκτίς, ίδος, ὁ αὐτ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρωκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρώκτης
αυτός που κόβει κάτι με τα δόντια του, που το ροκανίζει
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρωκτικό
μτφ. τρώκτης, καταχραστής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. βλ. τρωκτικά
μσν.-αρχ.
αυτός που τρώει κάτι με λαιμαργία, αδηφάγος.