πελιδνήεις
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
English (LSJ)
εσσα, εν, poet. for πελιδνός, Marc.Sid.47.
German (Pape)
[Seite 551] εσσα, εν, poet. statt πελιδνός, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πελιδνήεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πελιδνός, Μάρκελλ. Σιδ. 47.
Greek Monolingual
-έσσα, -εν Α
(ποιητ. τ.) πελιδνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αυγήεις)].