συνανήκω
From LSJ
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
English (LSJ)
have reference also to a thing, Phot.Bibl.p.162 B.
Greek (Liddell-Scott)
συνανήκω: ἀνήκω ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22.
Greek Monolingual
ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).