Μιλήσιος

From LSJ
Revision as of 09:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μῑλήσιος Medium diacritics: Μιλήσιος Low diacritics: Μιλήσιος Capitals: ΜΙΛΗΣΙΟΣ
Transliteration A: Milḗsios Transliteration B: Milēsios Transliteration C: Milisios Beta Code: *milh/sios

English (LSJ)

α, ον, Milesian, Hdt.1.17, etc.; Μιλήσιοι, οἱ, the Milesians, Id.5.28, etc.: prov., πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι = the Milesians were mighty once (that was then, this is now; things are different now) Anacr.85; Μιλησίη (sc. χώρα), ἡ, Hdt.5.29:—also Μιλησιακός, ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; Μιλησιακά, τά, The Milesian tales, title of work by Aristides:—pecul. fem. Μιλησίς, ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Milet ; ἡ Μιλησία (γῆ ou χώρα) le territoire de Milet.
Étymologie: Μίλητος.

Russian (Dvoretsky)

Μῑλήσιος:
I милетский Her. etc.
IIмилетец, житель или уроженец Милета Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μῑλήσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μιλήτου, Ἡρόδ., κτλ.· Μιλήσιοι, οἱ, οἱ τῆς Μιλήτου κάτοικοι, ὁ αὐτ. 5. 28, κτλ.· παροιμ., πάλαι ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, Ἀνακρ. 85· Μιλησίη (ἐξυπ. χώρα), ἡ, Ἡρόδ. 5. 29· κτητικ. ἐπίθ., Μιλησιακός, ή, όν, Πλουτ. Κράσσ. 32, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Μιλήσιος, -ία, -ον θηλ. και Μιλησίς και ιων. τ. Μιλησίη)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης της Μ. Ασίας
αρχ.
1. μιλησιακός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μιλησίη
η Μίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Μίλητος + κατάλ. -ιος, με συριστικοποίηση του -τ- πριν από -ι·].

Greek Monotonic

Μῑλήσιος: -α, -ον, ο Μιλήσιος (στην καταγωγή), Μιλήσιοι, οἱ, Μιλήσιοι, σε Ηρόδ.· Μιλησίη (ενν. χώρα), , στον ίδ.

Middle Liddell

Μῑλήσιος, η, ον
Milesian, Μιλήσιοι, οἱ, the Milesians, Hdt.; Μιλησίη (sc. χώρἀ, Hdt.