μεγιστόπολις

From LSJ
Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστόπολις Medium diacritics: μεγιστόπολις Low diacritics: μεγιστόπολις Capitals: ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: megistópolis Transliteration B: megistopolis Transliteration C: megistopolis Beta Code: megisto/polis

English (LSJ)

ι, making cities greatest or most blessed, Ἁσυχία, μ. Δίκας θύγατερ Pi.P. 8.2.

German (Pape)

[Seite 110] die Städte oder Staaten am größten machend, Δίκας μεγιστόπολι θύγατερ, Pind. P. 8, 2, heißt die Ruhe, der Friede.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος, att. εως;
qui rend les cités puissantes.
Étymologie: μέγιστος, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

μεγιστόπολις: 2, gen. ιος делающий города великими, способствующий процветанию городов (ἁσυχία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστόπολις: ι, καθιστῶν τὰς πόλεις μεγίστας ἢ εὐδαιμονεστάτας, Ἁσυχία, μ. θυγάτηρ Δίκης Πινδ. Π. 8. 2.

English (Slater)

μεγιστόπολις f. adj., who makes cities supremely great (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18) Ἡσυχία, Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2)

Greek Monolingual

μεγιστόπολις, -ι (Α)
αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τους χαρίζει μέγιστη ευδαιμονία («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πόλις (πρβλ. μισόπολις, χρυσόπολις)].

Greek Monotonic

μεγιστόπολις: -ι, αυτός που δίνει τεράστια ισχύ στις πόλεις, σε Πίνδ.

Middle Liddell

making cities greatest, Pind.