ἄπωθεν
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
(in late Poets also ἄπωθε, Q.S.6.647, AP7.172 (Antip. Sid.)), Adv.
A from afar or afar, S.Ant.1206, Tr.816, E.Heracl.674, Ar.Av.1184, etc.; οἱ ἄπωθεν = strangers, outsiders, Arist.Rh.1371a12, al.
2 c. gen., far from, νεώς E.IT108, cf. Ar.Pl.674, Th.3.111, Babr.1.12; cf. ἄποθεν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἄποθεν Arist.GA 769a25, Aesop.219.1, D.P.Au.1.7 y frec. en mss.; ἄπωθε Call.Fr.194.97, 197.25, AP 7.172 (Antip.Sid.), Q.S.6.647, 8.54, 12.293
I adv.
1 c. verb. de percepción, hablar, etc. de lejos ἄ. ... κλύει S.Ant.1206, ἄ. ... τὸ ἀνδρεῖον ... ἐπικομποῦσιν hacer de lejos alarde de valor Th.4.126, φαίνεσθαι Plb.34.11.15.
2 c. verb. de situación o reposo lejos πόσον τι δ' ἔστ' ἄ. Ἀργεῖον δόρυ; ¿a qué distancia está el ejército argivo? E.Heracl.674, ὅ ἐστιν ἔλασσον ἄ. Th.4.67, περιμένειν Th.8.69, cf. Ar.Au.1184, Aesop.219.1, 2, 147.1, 2, 3, Babr.1.12, Q.S.12.293, PMasp.151.207 (VI d.C.), εἶργον ἄ. νέφος AP l.c.
3 subst. οἱ ἄ. los lejanos, los alejados τοιαῦτα οἷα τοῖς ἄ. φαίνεται tal como aparecen a los que están lejos Arist.Metaph.1010b5, cf. GA l.c.
•en rel. con lazos sociales los extraños, foráneos οἱ συνήθεις καὶ πολῖται τῶν ἄ. (son tenidos por más verídicos) los íntimos y ciudadanos que los extraños Arist.Rh.1371a12, cf. Sm.Ez.27.28.
II prep. de gen. lejos de ὀφθαλμῶν ἐμῶν S.Tr.816, νεώς E.IT 108, cf. Q.S.7.622, τῆς Ὄλπης Th.3.111, ὀλίγον ἄ. τῆς κεφαλῆς no muy lejos de la cabeza Ar.Pl.674, cf. D.43.80, τῶν δενδρέων Call.Fr.194.97.
German (Pape)
[Seite 341] = ἄποθεν, von ferne, Tragg.; Ar. In Prosa schwankt die Form sehr, doch hat Bekk. sie in den Rednern u. Arist. an einigen Stellen hergestellt, vgl. Lob. Phryn. 9.
French (Bailly abrégé)
1 adv. de loin;
2 prép. loin de, gén. ; fig. κἂν ἄπωθεν ᾖ EUR même s'il est étranger (aux maux qu'il peut secourir).
Étymologie: ἀπό, -θεν.
Greek Monolingual
ἄπωθεν επίρρ. (Α)
1. από μακριά ή μακριά
2. μακριά από κάποιον ή κάτι
3. οἱ ἄπωθεν
οι ξένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ' αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και υπερθετικός αντιστοίχως του άπωθεν].
Greek Monotonic
ἄπωθεν: επίρρ.,
1. από μακριά, σε Σοφ., Ευρ.
2. με γεν., μακριά από, σε Ευρ., Θουκ.
Middle Liddell
1. from afar, Soph., Eur.
2. c. gen. far from, Eur., Thuc.