λυχνίδιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, v. λυχνεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite lampe ou petite lanterne.
Étymologie: λύχνος.
German (Pape)
τό, dim. von λύχνος, kleine Laterne; Ar. bei Poll. 10.118; Com. Ath. XV.699f; Leuchterchen; Luc. Tim. 14; Plut. Demetr. 20.
Russian (Dvoretsky)
λυχνίδιον: (ῐδ) τό небольшой светильник Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, λυχνοῦχος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4].
Greek Monolingual
λυχνίδιον, τὸ (Α)
βλ. λυχνείδιον.