ευκρινής
From LSJ
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐκρινής, -ές)
1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ' εὐκρινέες τ' αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» — όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ.
γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» — δεν υπάρχει φανερή διάκριση στην ακοή, Αριστοτ.)
2. (για έκφραση και ύφος) ξεκάθαρος, σαφής, εύληπτος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει χωριστεί καλά («τὸ τῆς ἐν τῷ σωτῆρι θεανθρώπῳ φύσεως εὐκρινὲς συνέχεον», Ευστ.)
(