κίραφος

From LSJ
Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίραφος Medium diacritics: κίραφος Low diacritics: κίραφος Capitals: ΚΙΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kíraphos Transliteration B: kiraphos Transliteration C: kirafos Beta Code: ki/rafos

English (LSJ)

ὁ, and Lacon. κίρα, ἡ, fox, Hsch. κίρβα, = πήρα, Id.; cf. κίββα. κιρία, v. κειρία. κίρις, v. κιρρίς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
renard, animal.
Étymologie: DELG pê de κιρρός ; ou déformation de κίδαφος.
Syn. ἀλώπηξ, βασσάρα, κίδαφος, κίναδος, κερδώ, σκίνδαφος.

Greek (Liddell-Scott)

κίραφος: ὁ, καὶ Λακων. κίρα, ἡ ἀλώπηξ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η αλεπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση του κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται προφανώς στο χρώμα του ζώου].

German (Pape)

nach Hesych. bei den Lakoniern der Fuchs, κίδαφος ?