κίραφος
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
ὁ, and Lacon. κίρα, ἡ, fox, Hsch. κίρβα, = πήρα, Id.; cf. κίββα. κιρία, v. κειρία. κίρις, v. κιρρίς.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
renard, animal.
Étymologie: DELG pê de κιρρός ; ou déformation de κίδαφος.
Syn. ἀλώπηξ, βασσάρα, κίδαφος, κίναδος, κερδώ, σκίνδαφος.
Greek (Liddell-Scott)
κίραφος: ὁ, καὶ Λακων. κίρα, ἡ ἀλώπηξ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η αλεπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση του κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται προφανώς στο χρώμα του ζώου].