μελίλωτον
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
τό, Peripl.M.Rubr.49, and μελῐ-λωτος, ὁ, Sapph. Supp.25.14, Theophrastus HP7.15.3:—
A melilot, Trigonella graeca, a kind of clover, so called from the quantity of honey it contained, μ. ἀνθεμώδης Sapph. l.c., cf. Cratin.98, Arist. HA627a8, Theophrastus l.c.
2 king's clover, Trigonella corniculata, Dsc.3.40.
II a tree, acc. to Str.17.3.11. [ῐ: but ῑ Nic. Th.897.]
German (Pape)
[Seite 123] τό, auch μελίλωτος, ὁ, Melilotus, eine nach Honig riechende Kleeart; Arist. H. A. 9, 40; Theophr.; Philp. 1 (VII, 2) u. A.; vgl. Strab. XVII, 831. [Ι ist bei Nic. Ther. 987 in der Arsis lang.]
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mélilot, plante.
Étymologie: μέλι, λωτός.
Russian (Dvoretsky)
μελίλωτον: (ῐ) τό бот. желтый донник (Melilotus cretica) Arst., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μελίλωτον: τό, ὡσαύτως μελίλωτος, ὁ, εἶδος λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. δένδρον τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]
Greek Monotonic
μελίλωτον: τό, επίσης μελί-λωτος, είδος τριφυλλιού, πλούσιο σε μέλι, σε Κρατίν. κ.λπ.
Middle Liddell
μελί-λωτον, ου, τό,
melilot, a kind of clover, rich in honey, Cratin., etc.