ᾠοτοκία

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοτοκία Medium diacritics: ᾠοτοκία Low diacritics: ωοτοκία Capitals: ΩΟΤΟΚΙΑ
Transliteration A: ōiotokía Transliteration B: ōotokia Transliteration C: ootokia Beta Code: w)|otoki/a

English (LSJ)

ἡ, laying of eggs, Arist.HA538a7, GA728b7; πρὸ τῆς ᾠ. before they lay their eggs, Plu.2.637f: pl., Hld.9.22, Gp.14.7.9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faculté de pondre, ponte.
Étymologie: ᾠόν, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

ᾠοτοκία:кладка яиц Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοτοκία: ἡ, τὸ ᾠοτοκεῖν, τὸ τίκτειν ᾠά, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα. Ἱστ. 4. 11, 5, περὶ Ζῴων Γεν. 1. 20, 11· πρὸ τῆς ᾠοτ., πρὶν ἢ γεννήσωσι τὰ ᾠά των, Πλούτ. 2. 637F· - ἐν τῷ πληθ., Ἡλιόδ. 9. 22.

Greek Monolingual

η / ᾠοτοκία, ΝΜΑ ωοτόκος
1. η γέννηση αβγών
2. βιολ. τρόπος αναπαραγωγής τών ζώων κατά τον οποίο το θηλυκό άτομο γεννά, αντί για νεογνά, αβγά που εκκολάπτονται έξω από τον μητρικό οργανισμό (α. «ωοτοκία ψαριών» β. «ταῖς τῶν κροκοδείλων ᾠοτοκίαις», Ηλιόδ.).