ἄβατον
From LSJ
Full diacritics: ἄβᾰτον | Medium diacritics: ἄβατον | Low diacritics: άβατον | Capitals: ΑΒΑΤΟΝ |
Transliteration A: ábaton | Transliteration B: abaton | Transliteration C: avaton | Beta Code: a)/baton |
1 τό, sanctuary, adytum, Theopomp.Hist.313, IG4.952 (Epidaur.), etc.; = bidental, Διὸς καταιβάτου ἄ. ib.2.1659b.
2 a plant eaten pickled, Gal.6.623.
ἄβατον, το (Α) βαίνω
τμήμα του ναού ή τόπος ιερός, όπου δεν επιτρεπόταν η είσοδος παρά μόνο στους ιερείς.