ἀνήσυχος

From LSJ
Revision as of 09:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήσυχος Medium diacritics: ἀνήσυχος Low diacritics: ανήσυχος Capitals: ΑΝΗΣΥΧΟΣ
Transliteration A: anḗsychos Transliteration B: anēsychos Transliteration C: anisychos Beta Code: a)nh/suxos

English (LSJ)

inquietus, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ον
que no descansa Nil.M.79.1109B
inquietus, Gloss.2.227.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήσυχος: -ον, ὁ μὴ ἥσυχος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνήσυχος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία
2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος
3. άτακτος
4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια
5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις, ανικανοποίητος.