ἐγκυλίνδω

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκῠλίνδω Medium diacritics: ἐγκυλίνδω Low diacritics: εγκυλίνδω Capitals: ΕΓΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: enkylíndō Transliteration B: enkylindō Transliteration C: egkylindo Beta Code: e)gkuli/ndw

English (LSJ)

(ἐγκυλίω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. ἐγκυλίσω [ῑ]:—
A roll or wrap up in, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; τι ἐς ἔριον Hp.l.c.
II metaph. in Pass., to be involved in, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26; πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6.

French (Bailly abrégé)

rouler dans.
Étymologie: ἐν, κυλίνδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― περιτυλίσσω, ἐντυλίσσω, περιβάλλω, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.

Greek Monolingual

ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι
3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι.

Greek Monotonic

ἐγκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ], περιτυλίγω, περιβάλλω· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, εἴς τι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -κυλίσω
to roll up in: metaph. in Pass. to be involved in, εἴς τι Xen.