δηλοποιέω

From LSJ
Revision as of 13:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

German (Pape)

[Seite 560] kund machen, Plut. Pericl. 33 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire connaître.
Étymologie: δῆλος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

δηλοποιέω: делать явным, объявлять, излагать (τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δηλοποιέω: δῆλον ποιῶ, κάμνω φανερόν, σαφές τι, Πλούτ. Περικλ. 33.

Spanish (DGE)

manifestar, revelar, aclarar τῶν παθῶν τὸ αὐθαίρετον Chrys.M.50.643, cf. Scand.3.6, Procop.Gaz.M.87.1244D, Eust.Op.338.20
c. or. complet. c. ὡς: γράμματα ... ἃ καὶ ἐδηλοποίουν ἡμῖν, ὡς τὴν ἡμετέραν (χώραν) καταλαβέσθαι πολύχουν ἠθέλησας Ps.Callisth.3.26Γ, tb. en v. pas. τί δέ ἐστι ... δηλοποιηθήσεται Alex.Aphr.in SE 21.12, cf. Gr.Nyss.Hom.Par.75a.14
v. med. mismo sent., c. ὅτι: τὸ κρατῆσαι τῆς γλώττης δηλοποιεῖται, ὅτι Ath.Al.M.28.1412C, cf. 1413B.

Greek Monotonic

δηλοποιέω: μέλ. -ήσω, καθιστώ κάτι σαφές, ευκρινές, ξεκαθαρίζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to make clear, Plut.