διακαλύπτω

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰλύπτω Medium diacritics: διακαλύπτω Low diacritics: διακαλύπτω Capitals: ΔΙΑΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: diakalýptō Transliteration B: diakalyptō Transliteration C: diakalypto Beta Code: diakalu/ptw

English (LSJ)

—Pass., fut. -καλυφθήσομαι D.11.13:—reveal, βουλεύματα D.H.5.54, cf. J.BJ6.3.4, Plu.2.764b:—Med., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον throw aside one's cloak, Ael.VH5.19:—Pass., D. l.c.

Spanish (DGE)

1 descubrir, dejar a la vista, revelar βουλεύματα D.H.5.54, τὰ λείψανα τοῦ τέκνου I.BI 6.209, τὰ σύμβολα Ph.2.484, cf. Plu.2.764a, Alex.17, Lib.Ep.410.3, en v. pas. διακαλυφθήσεται ταῦτα πάντα D.11.13, τὰ τοιαῦτα στρατηγήματα Ph.2.344, cf. I.BI 4.268, 1.606.
2 en v. med. desnudarse, quitarse τὸ ἱμάτιον Ael.VH 5.19.

German (Pape)

[Seite 580] enthüllen; ἁμαρτίας Dem. 11, 13; Plut. Alex. 17; διακαλυψάμενος τὸ ἱμάτιον Ael. V. H. 5, 19, zurückschlagen.

French (Bailly abrégé)

découvrir aux regards;
Moy. διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ ἱμάτιον ÉL son vêtement.
Étymologie: διά, καλύπτω.

Russian (Dvoretsky)

διακᾰλύπτω: открывать, обнаруживать (τι ὑπό τι Plut.; τότε διακαλυφθήσεται ταῦτα πάντα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

διακαλύπτω: μέλλ. -ψω, φανερώνω, ἀποκαλύπτω, Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον, ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.

Greek Monolingual

διακαλύπτω (Α)
1. αποκαλύπτω, φανερώνω
2. διακαλύπτομαι
αποβάλλω τα ενδύματά μου.

Greek Monotonic

διακαλύπτω: μέλ. -ψω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ψω
to reveal to view, Dem.