σωπάω
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
English (LSJ)
Dor. and poet. for σιωπάω, Pi.I.1.63; cf. διασιωπάω.
German (Pape)
[Seite 1060] dor. u. poet. statt σιωπάω, schweigen, τὸ σεσωπαμένον Pind. I. 1, 63.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωπάω Dor. en poët. voor σιωπάω.
Russian (Dvoretsky)
σωπάω: дор. Pind. = σιωπάω.
English (Slater)
σωπάω (cf. σιωπά.) pass over in silence ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)
Greek Monotonic
σωπάω: Δωρ. και ποιητ. αντί σιωπάω.
Greek (Liddell-Scott)
σωπάω: Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ σιωπάω, ὡς τὸ βώσεσθε ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ.
Frisk Etymological English
See also: s. σιωπάω.
Middle Liddell
σωπάω, [doric and poet. for σιωπάω.]
Frisk Etymology German
σωπάω: {sōpáō}
See also: s. σιωπάω.
Page 2,843