ἀπαράμιλλος

Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράμιλλος: -ον, (ἅμιλλα) = τῷ προηγ., Εὐστ. Πονημάτια 208. 33. κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
sin rival στρατιώτης Tz.Comm.Ar.3.1121.4, cf. Tz.Alleg.Il.41, σύνεσις An.Boiss.1.274.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπαράμιλλος, -η) παράμιλλος
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να συγκριθεί, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος.

German (Pape)

unübertrefflich, Sp.