μετακίνησις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A shifting: motion in space, e.g. of rotation about an axis, κατὰ πᾶς αν μ., ἐν πάσῃ μ., Autol.1, Aristarch.Sam.1; dislocation, σφονδύλων Gal. 8.269.
2 generally, change, Hp.Insomn.90, Thphr. HP 2.2.12; μετακινήσεις τοῦ κόσμου Arist.Pr.892a27; ἡ ἐς τὸ βαρβαρικώτερον μ. Arr.An.4.8.4.
German (Pape)
[Seite 147] ἡ, das vom Platze Rücken, Fortbewegen, Umstellen, Plut. Marc. 25; übtr., ἡ μ. Ἀλεξάνδρου ἐς τὸ βαρβαρικώτερον, Arr. An. 4, 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μετακίνησις: ἡ, μετάθεσις, Ἱππ. 379. 9, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12· μεταφ., Ἀριστ. Προβλ. 10, 13, 1· ἡ ἐς τὸ βαρβαρικώτερον μ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 8.
Russian (Dvoretsky)
μετακίνησις: εως (κῑ) ἡ передвижение, перемещение Arst., Plut.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διαναγκασμός, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔμβλησις, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang