λουλούδι
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Greek Monolingual
και λελούδι και λούλουδο, το (Μ λουλούδιν και λουλούδι)
το μέρος του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα της αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός, το άνθος
2. καθετί ωραίο και αγαπητό, κόσμημα, στολίδι («λουλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Αθήνας», δημ. τραγούδι)
3. (μτφ. ως επίθ.) αυτός που χάνεται γρήγορα, εφήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. l'ul'e, αν δεν πρόκειται για συμφυρμό τών λειρίδιον και λειλίδιον. Κατ' άλλους, < μσν. λίλι(ον) < λατ. lilium «κρίνο» + κατάλ. -ούδι. Ο τ. λούλουδο < αγριο-λούλουδο, κατ' απόσπαση (πρβλ. κάνονας < νομο-κάνονας)].