ἀκροβάτης

From LSJ
Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβάτης Medium diacritics: ἀκροβάτης Low diacritics: ακροβάτης Capitals: ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: akrobátēs Transliteration B: akrobatēs Transliteration C: akrovatis Beta Code: a)kroba/ths

English (LSJ)

ὁ, acrobat, Inscr.Magn.119; τῆς Ἀρτέμιδος BMus.Inscr.4.481*.459 (Ephesus).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ acróbata, volatinero, miembro de un gremio o cofradía relig. vinculada al templo de Ártemis Efesia ἀκροβάται τῆς Ἀρτέμιδος IEphesos 4327.6, cf. 27.537 (ambas II d.C.), ἀ. ἐπὶ θυμιάτρου IEphesos 1025.7 (II d.C.), ἱερὸς ἀ. SEG 34.1100 (Éfeso, imper.), cf. Hsch., tb. adscrita al personal de Ártemis Leucofriene en Magnesia ὁ τόπος τρικλείνου ἱερῶν αὐλητρίδων καὶ ἀκροβατῶν IM 237 (imper.), como bailarines en celebraciones privadas PRyl.641.22 (IV d.C.).

Greek Monolingual

ο ακροβάτηςἀκροβάτης) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)
νεοελλ.
1. αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του
2. ο ειδικευμένος εκτελεστής γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. αυτός που έχει ως επάγγελμα τις ακροβασίες, ο επαγγελματίας ακροβάτης
αρχ.
αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + -βάτης < βαίνω.
ΠΑΡ. ακροβατικός
νεοελλ.
ακροβασία, ακροβατισμός, ακροβατηδόν].

Translations

Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان‎; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata, equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員, 杂技演员, 馬戲演員, 马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: ἀκροβάτης, πεταυριστής, πετευριστής, πετευριστήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστής, ὀρχηστήρ, ἀρνευτήρ; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: לולין‎; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: acrobata; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: petaurista, petauristēs, fūnambulus, fūniambulus; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: بندباز‎; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акроба́т, акроба́тка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата; Roman: akrobata; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: acróbata, saltimbanqui, equilibrista; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz