σμᾶνος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
Doric for σμῆνος.
Russian (Dvoretsky)
σμᾶνος: εος τό дор. = σμῆνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμᾶνος Dor. voor σμῆνος.
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσοσμήνος, σμάρι μελισσών, σμήνος μελισσών; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre