συνυπόληψις
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
late Dor. συνυπόλαμψις, εως, ἡ, support, relief, τᾶς πόλεως IG5(1).1146.21 (Gytheum, i B.C.).
Greek Monolingual
-ήψεως, και δωρ. τ. συνυπόλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α συνυπολαμβάνω
η ενέργεια του συνυπολαμβάνω, υποστήριξη, βοήθεια.