τιθυμαλλίς
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A = παράλιος, Dsc.4.164, cf. Hp.Superf.28.
2 = ἡλιοσκόπιος, Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.).
3 τιθυμαλὶς (sic) μυρσινίτης, = τιθύμαλλος θῆλυς, Afric.Cest.p.69 V.; τ. χαρακίτης, = τιθύμαλλος ἄρρην, ib.p.81 V.
Greek Monolingual
και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού
2. είδος φυτού
3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» — ο τιθύμαλλος θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.)
β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» — ο τιθύμαλλος ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθύμαλλος + επίθημα -ίς, -ίδος].