δικηγόρος

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικηγόρος Medium diacritics: δικηγόρος Low diacritics: δικηγόρος Capitals: ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: dikēgóros Transliteration B: dikēgoros Transliteration C: dikigoros Beta Code: dikhgo/ros

English (LSJ)

ὁ, advocate, Lyd. Mag. 3.66, Agath. 5.7, Suid. s.v. Ἀλέξανδρος Αἰγαῖος, Eust. 131.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ abogado Lyd.Mag.3.66, Agath.5.7.1, Sud.s.u. Ἀλέξανδρος Αἰγαῖος, Eust.131.2.

German (Pape)

[Seite 629] ὁ, Proceßführer, Sachwalter, Sp.

Greek Monolingual

ο, η (Α δικηγόρος)
νομικός ο οποίος κατ' επάγγελμα υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριο
νεοελλ.
1. αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)
2. εύγλωττος, ευφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -ηγορος < αγορά. Η λ. απαντά ήδη κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο συνήγορος, αλλά ο τονισμός κατά το δημηγόρος.