ἐποικτίζω

Revision as of 11:20, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

English (LSJ)

compassionate, c. acc., S.OT1296:—Med., bewail, lament, J.BJ1.27.3.

German (Pape)

[Seite 1007] zum Mitleid bewegen, Soph. O. R. 1296; – ἐποικτιστός, beklagenswerth, γέμος, Aesch. Ag. 1221.

French (Bailly abrégé)

déplorer, plaindre.
Étymologie: ἐπί, οἰκτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐποικτίζω: возбуждать жалость, трогать: θέαμα τοιοῦτον, οἷον καὶ στυγοῦντα ἐποικτίσαι Soph. такое зрелище, которое разжалобит и врага.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικτίζω: οἰκτίρω, μετ᾿ αἰτιατ., θέαμα δ᾿ εἰσόψει τάχα τοιοῦτον οἷον καὶ στυγοῦντ᾿ ἐποικτίσαι Σοφ. Ο. Τ. 1296· «ἐποικτίσας· οἰκτείρας» Ἡσύχ. ― Μέσ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 27, 3.

Greek Monolingual

ἐποικτίζω (Α) έποικτος
1. αισθάνομαι οίκτο, συμπόνια για κάποιον
2. μέσ. ἐποικτίζομαι
θρηνώ, οδύρομαι.

Greek Monotonic

ἐποικτίζω: μέλ. -σω, συμπονώ, με αιτ., σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. σω
to compassionate, c. acc., Soph.