δορπέω
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
take supper, Il.23.11, Od.8.539.
Spanish (DGE)
cenar δορπήσομεν ἐνθάδε πάντες Il.23.11, cf. Od.8.539, 15.302, Q.S.6.185
•tb. en v. med., Poll.6.102.
German (Pape)
[Seite 659] zu Abendessen, vgl. δόρπον. Bei Homer δορπέω fünfmal. Iliad. 23, 11 δορπήσομεν; Odyss. 8, 539 δορπέομεν; 7, 215 δορπῆσαι, var. lect. δειπνῆσαι, s. Scholl.; 15, 302 ἐδόρπεον 3. plur. und δορπήτην, unregelmäßig statt δορπείτην.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
souper.
Étymologie: δόρπον.
Russian (Dvoretsky)
δορπέω: ужинать Hom.
Greek (Liddell-Scott)
δορπέω: μέλλ. -ήσω, δειπνῶ, τρώγω τὸ ἑσπερινὸν φαγητόν, Ἰλ. Ψ. 11, Ὀδ. Θ. 539.
English (Autenrieth)
fut. -ήσομεν, ipf. 3 du. δορπείτην: sup.
Greek Monotonic
δορπέω: μέλ. -ήσω (δόρπον), δειπνώ, παίρνω δείπνο, σε Όμηρ.