ἀπανθρακόω

From LSJ
Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπανθρᾰκόω Medium diacritics: ἀπανθρακόω Low diacritics: απανθρακόω Capitals: ΑΠΑΝΘΡΑΚΟΩ
Transliteration A: apanthrakóō Transliteration B: apanthrakoō Transliteration C: apanthrakoo Beta Code: a)panqrako/w

English (LSJ)

burn to a cinder, ἀπηνθράκωσεν Luc.DMort.20.4:—Pass., Id.DMar.11.1, Peregr.1.

Spanish (DGE)

1 abrasar, reducir a pavesas σε Luc.DMort.20.4.
2 en v. med. abrasarse Luc.DMar.11.1, Fug.2, Peregr.1.

German (Pape)

[Seite 278] ganz zu Kohlen verbrennen, Luc. Peregr. 1 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réduire en charbon.
Étymologie: ἀπό, ἀνθρακόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπανθρᾰκόω: превращать в уголь, обугливать (τινα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανθρακόω: καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, ἀπηνθράκωσεν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4: - Παθ,. ὁ αὐτ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1 Περεγρ. 1, κτλ.

Greek Monotonic

ἀπανθρακόω: μέλ. -ώσω, κατακαίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε κάρβουνο, απανθρακώνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

to burn to a cinder, Luc.