πρῶτα
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
German (Pape)
[Seite 804] adv., neutr. plur. von πρῶτος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. πρῶτος.
Greek Monolingual
Ν
επίρρ. βλ. πρώτος.
Russian (Dvoretsky)
πρῶτα:
I τά [pl. к πρῶτον
1 начало (τὰ π. τῆς Ἰλιάδος Plat.);
2 (sc. ἆθλα) первая награда Soph.: τὰ π. λαμβάνειν Hom. взять первую награду (в состязаниях).
II (τά) adv. = πρῶτον.
English (Woodhouse)
(see also: πρότερος) for the first time, in the first place