τριακόντορος

From LSJ
Revision as of 11:25, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκόντορος Medium diacritics: τριακόντορος Low diacritics: τριακόντορος Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΟΡΟΣ
Transliteration A: triakóntoros Transliteration B: triakontoros Transliteration C: triakontoros Beta Code: triako/ntoros

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ, thirty-oared ship, Th.4.9, X.An.5.1.16, etc.; so written in IG22.1629.121,335 (iv B. C.); but τριακόντερος ib.12.23.4 (restd.), 22.1649.6 (iv B. C.), τριηκόντορος Hdt.4.148, 7.97: cf. πεντηκόντορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente rangs de rames.
Étymologie: τριάκοντα, ἄρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριᾱκόντορος -ου, ἡ, Ion. τριηκόντερος [τριάκοντα] triakontor (schip met dertig roeibanken).

German (Pape)

[ᾱκ], = τριακοντήρης; Thuc. 4.9; Plat. Ep. VII.350b; Dem. und A.; Her. braucht dafür die ionische Form τριηκόντερος, 4.148, 7.97, 8.21.

Russian (Dvoretsky)

τριᾱκόντορος: ион. τριηκόντερος ἡ (sc. ναῦς) тридцативесельный корабль Her., Thuc., Xen., Plat., Dem. etc.

Greek Monolingual

και τριακόντερος και ιων. τ. τριηκόντορος, ἡ, Α
πολεμικό πλοίο το οποίο μετακινούνταν με τριάντα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -ορος / -ερος (<ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ-ορος / -ερος].

Greek Monotonic

τριᾱκόντορος: (ενν. ναῦς), ἡ, πλοίο που έχει τριάντα κουπιά, σε Θουκ., Ξεν.· στον Ηρόδ. συναντάται ως τριηκόντερος.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκόντορος: (ἐξυπακουομ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον τριάκοντα κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. πεντηκόντορος.

Middle Liddell

(sc. ναῦσ), a thirty-oared ship, Thuc., Xen.; in Hdt. written τριηκόντερος.,

English (Woodhouse)

a ship with thirty oars

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)