ἀπόδρομος

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόδρομος Medium diacritics: ἀπόδρομος Low diacritics: απόδρομος Capitals: ΑΠΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: apódromos Transliteration B: apodromos Transliteration C: apodromos Beta Code: a)po/dromos

English (LSJ)

ἀπόδρομον, (δραμεῖν) apart from the race, whether as too old or too young (as in Crete, Leg.Gort.7.35) to share it, Eust.727.18, 1592.55 sqq.; or left behind by others, Hsch., cf. S.Fr.73.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede participar aún en las carreras por ser demasiado joven, S.Fr.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (sc. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18
menor de edad, ICr.4.72.7.35 (V a.C.).

German (Pape)

[Seite 302] 1) zurücklaufend. – 2) nicht mehr laufend, Soph. frg. 75; Hesych. πεπαυμένος δρόμων. Bei den Cretern = der noch nicht im Wettlauf gelaufen hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδρομος: -ον, (δραμεῖν) ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, εἴτε ἐκ γήρατος, εἴτε ἕνεκα μικρᾶς ἡλικίας, «τάχα γοῦν ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν δρόμων» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ μήπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75).

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόδρομος)
1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα
2. παράμερος δρόμος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.