θετέος

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θετέος Medium diacritics: θετέος Low diacritics: θετέος Capitals: ΘΕΤΕΟΣ
Transliteration A: thetéos Transliteration B: theteos Transliteration C: theteos Beta Code: qete/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be countedas, Pl.Epin.984a, Arist.Pol.1277b38.
II θετέον, one must establish, ἆθλα Pl.Lg.832e; one must assume, X.Mem.4.2.15; one must reckon, count, τοὺς βαναύσους πολίτας Arist. Pol.1277b35, cf. Satyr.Vit.Eur.Fr.39xv6, etc.; ἐν ἁμαρτίᾳ Ph.2.171.

German (Pape)

[Seite 1204] adj. verb. zu τίθημι, was zu setzen, anzunehmen ist; τούτων ἡμῖν θάτερα θετέα Plat. Epin. 984 a; Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θετέος: adj. verb. к τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

θετέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θέσῃ τις, Πλάτ. Ἐπιν. 984 Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 1. ΙΙ. θετέον, δεῖ τιθέναι, Πλάτ. Νόμ. 832 Ε, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 14, κτλ.

Greek Monotonic

θετέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ., αυτός που τοποθετείται, σε Αριστ.
II. θετέον, αυτό που πρέπει να τεθεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

θετέος, η, ον verb. adj.]
I. to be laid down, Arist.
II. θετέον, one must lay down, Xen.