κεραμοπλάστης
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
κεραμοπλάστου, ὁ, potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.
Greek (Liddell-Scott)
κεραμοπλάστης: ὁ, = κεραμεύς, Πάπυρ. Βερολ. 688, 7.
Greek Monolingual
κεραμοπλάστης, ὁ (Α)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσοπλάστης, μυθοπλάστης.