ἐλευθεριότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, a free man's disposition, the character of an ἐλευθέριος, esp. freeness in giving, liberality, Pl.R.402c, Arist.EN1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐλευθεριότης Pl.Tht.144d: generally, generosity, ἡ ἐλευθεριότης τῆς ὑπουργίας Plu.Pomp.73.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
comportamiento de hombre libre, liberalidad, generosidad junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.R.402c, cf. Chrysipp.Stoic.3.67, Theo Al.in Ptol.320.21, ἐ. καὶ μεγαλοψυχία Plu.Aem.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.Strom.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.Pomp.73, cf. Them.Or.23.291c, Gloss.Pap.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.Tht.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.EN 1119b22, cf. MM 1186b22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.Pel.3, junto a ἀσωτία ‘despilfarro’ ἀγχίθυρος ... ἐλευθεριότητι δὲ ἀσωτία Synes.Regn.6.
German (Pape)
[Seite 796] ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευθέριος. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευθερία; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
condition ou sentiment d'un homme libre ; libéralité, générosité.
Étymologie: ἐλευθέριος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθεριότης: ητος ἡ
1 состояние свободного человека, свободный образ мыслей, благородство Plat., Arst.;
2 великодушие, щедрость, бескорыстие (τῶν χρημάτων Plat. и περὶ χρήματα Arst.; ἐ. μεσότης ἀσωτίας καὶ ἀνελευθερίας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, κυρίως ἐλευθεριότης περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D.
Greek Monotonic
ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ευγένεια, αρχοντιά, γενναιοδωρία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐλευθεριότης, ητος,
the character of an ἐλευθέριος, liberality, Plat.
English (Woodhouse)
Translations
generosity
Arabic: كَرَم, سَخَاء; Egyptian Arabic: كرم; Aromanian: bunãtati; Belarusian: шчодрасць; Bulgarian: щедрост; Catalan: generositat; Chinese Mandarin: 慷慨, 寬厚/宽厚, 大方; Czech: štědrost; Danish: generøsitet, storsind, storladenhed; Dutch: gulheid, vrijgevigheid, genereusheid; Esperanto: malavaro, grandanimeco; Finnish: anteliaisuus, avokätisyys; French: générosité, bonté; Galician: xenerosidade; Georgian: სულგრძელობა, დიდსულოვნება, გულუხვობა, ხელგაშიშლობა; German: Großzügigkeit, Generosität, Großmut; Greek: γενναιοδωρία; Ancient Greek: ἀγαθοδοσία, ἀγαθωσύνη, ἁπλότης, αὐτοφιλοτίμημα, ἀφειδία, ἀφθονία, ἀφθονίη, γενναιότης, δαψίλεια, δωροδοσία, ἐλευθερία, ἐλευθεριότης, κοινωνία, μεγαλοδωρεά, μεγαλόνοια, μεγαλοπρέπεια, μεγαλουργία, πολυδωρία, τὸ δαψιλές, τὸ δωρητικόν, τὸ εὐμετάδοτον, τὸ κοινωνικόν, τὸ μεγαλόδωρον, τὸ φιλόδωρον, τὸ χαριστικόν, φιλοδωρία, χύμα; Hungarian: nagylelkűség, bőkezűség; Irish: mórchroí, móraigeantacht, gart; Italian: generosità, bontà, abnegazione, magnanimità; Japanese: 気前, 気前のよさ, 寛大さ; Kurdish Central Kurdish: بھخشندھگی; Latin: largitas; Occitan: generositat; Old Occitan: largetat; Polish: hojność, szczodrość; Portuguese: generosidade; Romanian: generozitate, bunătate; Russian: щедрость, великодушие; Serbo-Croatian Cyrillic: велико̀душно̄ст, дарѐжљиво̄ст; Roman: velikòdušnōst, darèžljivōst; Slovak: štedrosť; Spanish: generosidad; Swahili: ukarimu; Swedish: generositet; Telugu: సద్వినియోగము; Turkish: âlicenaplık, cömertlik; Ukrainian: щедрість