ἐπιδιαιρέομαι
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Middle Liddell
Mid. to distribute among themselves, Hdt.
French (Bailly abrégé)
partager entre soi.
Étymologie: ἐπί, διαιρέω.
Greek Monotonic
Μέσ., διανέμουν μεταξύ τους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).