επαργυρώνω

Revision as of 16:59, 31 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

(Α ἐπαργυρῶ, ἐπαργυρόω)
καλύπτω με στρώμα αργύρου, ασημώνω, ασημοκαπνίζω
αρχ.
(μτφ. για δείπνο) κοστίζω πολλά χρήματα.

Translations

silver-plate

Bulgarian: посребрявам; Catalan: argentar, platejar; Dutch: verzilveren; Finnish: hopeoida; German: versilbern; Greek: ασημώνω, αργυρώνω, επαργυρώνω, κάνω επαργύρωση; Ancient Greek: διαργυρόω, ἀργυρόω, περιαργυρόω; Italian: argentare; Polish: posrebrzać; Portuguese: argentar; Russian: серебрить, посеребрить; Spanish: platear, argentar