ασημώνω
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
Greek Monolingual
ασήμι
1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι»)
2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζω («ασημώνω το καντήλι ή το ρολόι»)
3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη θάλασσα»)
4. χαρίζω ασημένιο ή χρυσό νόμισμα σε νεογέννητο, σε νύφη, σε κάποιον που μου φέρνει καλές ειδήσεις ή, επίσης, που θα μου πει τη μοίρα μου ή που θα προβλέψει τα μέλλοντα.
Translations
silver-plate
Bulgarian: посребрявам; Catalan: argentar, platejar; Dutch: verzilveren; Finnish: hopeoida; German: versilbern; Greek: ασημώνω, αργυρώνω, επαργυρώνω, κάνω επαργύρωση; Ancient Greek: ἀργυρόω, διαργυρόω, ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω; Italian: argentare; Polish: posrebrzać; Portuguese: argentar; Russian: серебрить, посеребрить; Spanish: platear, argentar