ασημώνω

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

Greek Monolingual

ασήμι
1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι»)
2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζωασημώνω το καντήλι ή το ρολόι»)
3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη θάλασσα»)
4. χαρίζω ασημένιο ή χρυσό νόμισμα σε νεογέννητο, σε νύφη, σε κάποιον που μου φέρνει καλές ειδήσεις ή, επίσης, που θα μου πει τη μοίρα μου ή που θα προβλέψει τα μέλλοντα.

Translations

silver-plate

Bulgarian: посребрявам; Catalan: argentar, platejar; Dutch: verzilveren; Finnish: hopeoida; German: versilbern; Greek: ασημώνω, αργυρώνω, επαργυρώνω, κάνω επαργύρωση; Ancient Greek: ἀργυρόω, διαργυρόω, ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω; Italian: argentare; Polish: posrebrzać; Portuguese: argentar; Russian: серебрить, посеребрить; Spanish: platear, argentar