στυγνότης

From LSJ
Revision as of 10:10, 2 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυγνότης Medium diacritics: στυγνότης Low diacritics: στυγνότης Capitals: ΣΤΥΓΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stygnótēs Transliteration B: stygnotēs Transliteration C: stygnotis Beta Code: stugno/ths

English (LSJ)

στυγνότητος, ἡ, gloominess, sullenness, Alex.197, Plb.3.20.3; βλέμματος Plu.Mar.43; of the sky, Plb.4.21.1.

German (Pape)

[Seite 958] ητος, ἡ, Betrübnis, καὶ πένθ ος, Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
tristesse.
Étymologie: στυγνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγνότης στυγνότητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid.

Russian (Dvoretsky)

στυγνότης: στυγνότητος ἡ угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.

Greek Monotonic

στυγνότης: στυγνότητος, ἡ, μελαγχολία, κατήφεια, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στυγνότης: στυγνότητος, ἡ, κατήφεια, σκυθρωπότης, Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. στυγνάζω.

Middle Liddell

στυγνότης, στυγνότητος, ἡ,
gloominess, sullenness, Plut.