δραγμός
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
ὁ, grasping, E.Cyc.170, dub. l. in Q.S.1.350.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
asimiento, tiento, sobo c. gen. μαστοῦ δ. E.Cyc.170.
German (Pape)
[Seite 664] ὁ, das Erfassen; Eur. Cycl. 169; Qu. Sm. 1, 350.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de saisir.
Étymologie: δράσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
δραγμός: ὁ хватание, схватывание (τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δραγμός: ὁ, δράξιμον, «πιάσιμον», Εὐρ. Κύκλ. 170· πρβλ. δράσσομαι ΙΙ.
Greek Monolingual
δραγμός, ο (Α) δράττομαι
πιάσιμο, άρπαγμα, δραξιά.
Greek Monotonic
δραγμός: ὁ (δράσσομαι), πιάσιμο, σε Ευρ.