ἐξοπτάω

From LSJ
Revision as of 09:59, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοπτάω Medium diacritics: ἐξοπτάω Low diacritics: εξοπτάω Capitals: ΕΞΟΠΤΑΩ
Transliteration A: exoptáō Transliteration B: exoptaō Transliteration C: eksoptao Beta Code: e)copta/w

English (LSJ)

A bake thoroughly, ἐν τῇ καμίνῳ τοὺς ἀμφορέας Hdt.4.164; σάρκας πυρί E.Cyc.403, cf. Ar.Ach.1005:—Pass., τεμάχη ἐξωπτημένα Pherecr.108.10, cf. Eub.15.8; ἐ. τὴν κάμινον heat it violently, Hdt. 4.163.
II metaph., of love, ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ S.Fr.474.3.

German (Pape)

[Seite 887] ausbraten, rösten, backen; σάρκας πυρί Eur. Cycl. 402; τὰ λαγῷα Ar. Ach. 1005; τὴν κάμινον Her. 4, 163. – Übertr., ausdörren, von der Liebe, ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ Soph. frg. 421.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire rôtir ; ἐν καμίνῳ HDT dans un four.
Étymologie: ἐξ, ὀπτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοπτάω:
1 прожаривать, изжаривать (σάρκας πυρί Eur.; τὰ λαγῷα Arph.);
2 обжигать (τοὺς ἀμφορέας ἐν τῇ καμίνῳ Her.);
3 разжигать, растапливать (τὴν κάμινον Her.);
4 перен. сжигать, опалять (ἀστραπή τις ὀμμάτων ἐξοπτᾷ δ᾽ ἐμέ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοπτάω: μέλλ. -ήσω, ὀπτῶ, «ψήνω» καλῶς, ἐν τῇ καμίνῳ Ἡρόδ. 4. 164· σάρκας πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 403, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1005: - Παθ., τεμάχη ἐξωπτημένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 10, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Αὔγῃ» 1. 8· ἐξ. τὴν κάμινον, ὑπερθερμαίνω, Ἡροδ. 4. 163. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Λατ. exurere, ἐκκαίω, κατακαίω, ἐξοπτᾷ δ’ ἐμὲ Σοφ. Ἀποσπ. 421.

Greek Monotonic

ἐξοπτάω: μέλ. -ήσω,
1. ψήνω καλά, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. υπερθερμαίνω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to bake thoroughly, Hdt., Eur.
2. to heat violently, Hdt.